βρεχτούρα

βρεχτούρα
η
το ραντιστήρι: Παλιά ράντιζαν τα ρούχα για σιδέρωμα με τη βρεχτούρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βρεχτούρα — η [βρεχτός] 1. το ραντιστήρι του αγιασμού 2. ο βρέχτης των σιδηρουργών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”